- ἀναφέρεις
- ἀναφέρωbringpres ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… … Dictionary of Greek
αναφέρω — και αναφέρνω ανάφερα, φέρθηκα, φερμένος 1. ανακοινώνω, γνωστοποιώ, μνημονεύω: Από τους παλαιούς πρώτος το αναφέρει αυτό ο Ξενοφώντας. 2. κάνω λόγο για κάποιον: Μη μου αναφέρεις άλλη φορά αυτό το όνομα. 3. το μέσ., αναφέρομαι σημαίνει είτε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δείνα, ο, η, το — και δείνας, ο, δείνα, η, δείνα, το αόρ. αντων., κάποιος: Δε θέλω να μου αναφέρεις ως παράδειγμα τον τάδε και δείνα άγνωστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νοματίζω — νομάτισα 1. δίνω σε κάποιον όνομα: Ο νονός νομάτισε το παιδί Γιώργο. 2. αναφέρω κάποιον με το όνομά του: Μη νοματίζεις, μην αναφέρεις όνομα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)